-
1 визит
визит м η επίσκεψη \визит веж ливости (дружбы) η επίσκεψη φιλοφροσύνης ( φιλίας) на.нести \визит κάνω επίσκεψη отдать \визит ανταποδίδω επίσκεψη* * *мη επίσκεψηвизи́т ве́жливости (дру́жбы) — η επίσκεψη φιλοφροσύνης (φιλίας)
нанести́ визи́т — κάνω επίσκεψη
отда́ть визи́т — ανταποδίδω επίσκεψη
-
2 ответный
ответный: нанести \ответный визит (удар ) ανταποδίδω επίσκεψη (το χτύπημα)* * *нанести́ отве́тный визи́т (уда́р) — ανταποδίδω επίσκεψη (το χτύπημα)
См. также в других словарях:
αντεπισκέπτομαι — ανταποδίδω επίσκεψη … Dictionary of Greek